Η ταινία “Η αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού” κυκλοφόρησε το 2004. Πραγματεύεται τις σχέσεις, τον χωρισμό, τον ψυχικό πόνο και τα ανυπόφορα συναισθήματα.
Υπόθεση: Ο Τζόελ (Jim Carrey) ζητά από μία κλινική να διαγράψουν από την μνήμη του την πρώην σύντροφό του Κλεμεντάιν (Kate Winslet), έπειτα από την ανακάλυψη ότι και αυτή έχει κάνει το ίδιο με εκείνον. Κατά την διάρκεια της διαδικασίας μετανιώνει και προσπαθεί να “φυλάξει” την πρώην αγαπημένη του στον νου του.
Ο πρωταγωνιστής έχει την ανάγκη να διαγράψει από την μνήμη του την πρώην του. Αυτή η ανάγκη για διαγραφή έρχεται από την ανικανότητα του να πενθήσει. Όταν φεύγει ένας άνθρωπος τότε αποχωριζόμαστε κάτι που αγαπήσαμε και δεν θα ξαναείναι στην ζωή μας. Αυτό είναι απαραίτητο για να κλείσουμε τον κύκλο αυτόν και να προχωρήσουμε. Στην ταινία δείχνει πως ο χωρισμός για τον Τζόελ βιώνεται ως ένα ξερίζωμα της ψυχής. Ένας πόνος που δεν μπορεί να μεταβολιστεί και έτσι τον ρίχνει στην κατάθλιψη. Θέλει να διαγράψει την μνήμη για να διαγράψει τον πόνο που δεν αντέχει. Προσπαθεί να σώσει τον εαυτό του.

Οι δύο αυτοί άνθρωποι φαίνεται να δέθηκαν βαθιά. Φαίνεται να έψαχνα ο ένας στον άλλον ότι είχαν χάσει οι ίδιοι για τον εαυτό τους. Έψαχναν αγάπη, γαλήνη, επιβεβαίωση, προστασία, ζωή…
Έζησαν μέσα σε έναν παράδεισο (έτσι εξέλαβαν την σχέση τους). Όταν ένας άνθρωπος έχει στερηθεί πράγματα από την παιδική του ηλικία κυρίως, νιώθει στερημένος, ελλιπής και ανίκανος. Αυτό που πάντα έψαχνε και ψάχνει είναι να καθρεφτιστεί στα μάτια ενός άλλου που θα του δώσει όσα δεν είχε ποτέ. Αυτές οι προσδοκίες στην αρχή μιας σχέσης μοιάζουν να εκπληρώνονται για αυτό και όλα είναι ιδανικά τον πρώτο καιρό και βιώνεται τόσο απολαυστικά μία σχέση. Όταν ο παράδεισος έγινε “κόλαση’’ για τους δύο τους, τότε ήρθε η κατάρρευση της σχέσης. Δεν φαίνεται από όσα μας δείχνει η ταινία να έχουν μεγάλες διαφορές ή προβλήματα κι όμως φαίνεται η σχέση να καταστρέφεται από τον θυμό, την ανία, την υποτίμηση και την φθορά. Σαν τα συναισθήματα να αλλάζουν και το σκηνικό να αλλάζει αλλά χωρίς κάποιον προφανή λόγο.
Όταν σβήνεις τον σημαντικό άλλον είναι μία μορφή άρνησης της ψυχικής πραγματικότητας μαζί με μία συμβολική δολοφονία. Μία ακραία μορφή υποτίμησης και αποχωρισμού από τον άλλον. Αν σε σβήσω δεν υπήρχες ποτέ, δεν ήσουν σημαντικός για εμένα οπότε δεν με ματώνει η απουσία σου. Αν δεν υπάρχεις, δεν με άφησες ποτέ. Αυτή είναι μία παντοδύναμη άμυνα ελέγχου του άλλου στον νου μου. Αυτό λοιπόν κάνουν και οι δύο. Μόνο που όταν αρχίζει και σβήνεται η Κλεμεντάιν σβήνεται και η καλή πλευρά της Κλέμεντάιν. Μαζί χάνονται και οι καλές αναμνήσεις του ζευγαριού. Χάνεται η ανάμνηση ότι κάποτε αυτό το πρόσωπο ήταν αγαπημένο, με αγάπησε, με ποθούσε και με φρόντιζε.
Έτσι ο Τζόελ έρχεται αντιμέτωπος με το κενό. Ένα κενό που είναι τρομακτικό για το ασυνείδητο του και αντιδρά. Προσπαθεί να την κρατήσει. Βαθύτερα ο Τζόελ την έχει ανάγκη αλλά δεν θέλει να την έχει ανάγκη. Έτσι συγκρούεται η σημαντική για αυτόν Κλεμεντάιν και η ασήμαντή Κλεμεντάιν. Συνειδητά θέλει να γίνει ασήμαντη η Κλεμεντάιν και μάλιστα γρήγορα και χωρίς καμία ψυχική διεργασία από πλευράς του. Το ασυνείδητο του όμως, που έχει άλλους μηχανισμούς και ενεργοποιείται συναισθηματικά μόνο, την χρειάζεται.
Η ομάδα από την κλινική που αναλαμβάνει την διαγραφή φαίνονται αρχικά κυνικοί, επιφανειακοί και χωρίς εν συναίσθηση. Είναι οι “κακοί” της ιστορίας που αποπλανούν με μαγικές λύσεις. Πλασάρουν μία τεχνολογία που δρα ως ναρκωτικό. Είναι ο αγγελιοφόροι μια πλαστής ευδαιμονίας και γαλήνης, μιας ζωής χωρίς θάνατο και πόνο. Ακριβώς αυτό που θέλουν να αποφύγουν οι πρωταγωνιστές. Αργότερα αφού επανέλθουν στην πραγματικότητα και αφήσουν τα παιδιαρίσματα ανακαλύπτουν την αλήθεια, τα δικά τους σβησίματα.
Τα δύο ασυνείδητα των χαρακτήρων επικοινωνούν. Σε μία προσπάθεια να σταματήσουν την καταστροφή, να επανορθώσουν. Αυτό που φοβούνται είναι το τίποτα, το κενό. Συντονίζονται και επικοινωνούν όχι αυτήν την φορά για να επιτεθούν ο ένας στον άλλον αλλά για να μείνουν μαζί, για να ενωθούν ξανά. Αυτό δείχνει πάλι την ανάγκη για τον άλλον, την ανάγκη για το μαζί ενάντια στην καταστροφή και την διάλυση των δεσμών.
Η γραμματέας της κλινικής δίνει πίσω την μνήμη σε όσους έχουν ξεχάσει. Όταν κατάλαβε τον μεγαλύτερο πόνο του να έχεις ξεχάσει τι αγάπησες δίνει πίσω την μνήμη σε μία προσπάθεια επανόρθωσης για τους άλλους και τον εαυτό της. Μόνο όταν βιώνει τον πόνο η ίδια μπορεί να καταλάβει και να αισθανθεί και τους άλλους που πια δεν είναι πελάτες αλλά άνθρωποι που πονάνε.
Έχοντας αποκαλυφθεί και στους δύο η σχέση που είχανε όταν ήταν μαζί και η σχέση που θα έχουν αν είναι μαζί αποφασίζουν να είναι μαζί και να αντέξουν την φθορά, τον θυμό, τις ματαιώσεις και την καταστροφικότατα τους. Επιλέγουν συνειδητά, έχοντας όλα τα χαρτιά ανοιχτά, να μείνουν στην κοινή ζωή και την αγάπη. Αντέχουν γιατί αντιλαμβάνονται ότι κάτι δυνατότερο υπάρχει μεταξύ τους.

Η ταινία ολοκληρώνει τον κύκλο της όταν επαναφέρει την πραγματικότητα ξανά στο τέλος. Μία πραγματικότητα που ήθελαν τόσο πολύ να ξεχάσουν, να διαγράψουν γιατί δεν άντεχαν να βιώνουν. Προσπαθούσαν να γίνουν μηχανές και θέλησαν να απαρνηθούν την ανθρώπινη φύση τους. Αυτό που ξαναφέρνει η ταινία στο τέλος είναι η πραγματικότητα των συναισθημάτων τους μέσα στην σχέση. Ο θυμός, η ανία, η απογοήτευση ξαναέρχονται με μία απόσταση που τους αφήνει ελεύθερους να επιλέξουν να μπούνε ή να μην μπούνε ξανά στην σχέση. Επιλέγουν να μπούνε στην σχέση με αυτά τα συναισθήματα στο ηχητικό και συναισθηματικό φόντο της ταινίας. Έτσι οι πρωταγωνιστές μας από απλοί άνθρωποι γίνονται ήρωες της δικής τους ιστορίας. Κάνουν μία υπέρβαση και διαλέγουν τον δύσκολο δρόμο. Έχοντας όμως επίγνωση και θάρρος να αντέξουν τις δυσκολίες και να κρατηθούν μαζί.