Η κακοποίηση στην παιδική ηλικία έχει πολλές μορφές. Μπορεί να είναι συναισθηματική, σωματική, ψυχολογική ή υπό την μορφή υπερβολικού ελέγχου και προστασίας. Ακόμη και η παραμέληση και αδιαφορία είναι κακοποίηση. Το πως ένα παιδί αντιμετωπίζει το τραύμα της κακοποίησης μπορεί να πάρει πολλές μορφές. Πολλές φορές το παιδί γίνεται ενοχικό για τα συναισθήματα θυμού που νιώθει για τους γονείς του και τα κρατάει χωρίς να τα εκφράζει δηλητηριάζοντας έτσι την ψυχή του. Το παιδί κρατάει τον θυμό του για τους γονείς για να πάρει την αγάπη και την αποδοχή που τόσο λαχταρά από αυτούς. Μένει εξαρτημένο, να αναμένει αυτά που δεν πήρε. Πολλές φορές κατηγορεί τον εαυτό του και νιώθει ανάξιο της αγάπης τους και ότι κάτι κάνει λάθος. Για το παιδί είναι λιγότερο οδυνηρό να ζει σε έναν κόσμο όπου φταίει και πρέπει να είναι “καλό παιδί” παρά σε έναν κόσμο που οι γονείς δεν το αγαπούν πραγματικά. Η ασθένεια είναι πολύ συχνά η απάντηση, ο συμβιβασμός στην κακοποίηση. Πονάω το σώμα μου για να μην πονέσω τον άλλον. Η υποχρέωση της αγάπης και η αδυναμία να αντισταθώ στον έλεγχο και την κακοποίηση μπορεί να οδηγήσει σε ασθένεια (“Το σώμα δεν ψεύδεται ποτέ”Alice Miller). Εγκλωβίζω στο σώμα μου την επανάσταση μου και μένει να ξεσπάσει εκεί ελεγχόμενη από εμένα για να μην παρασύρει και καταστρέψει εσένα που είσαι τόσο σημαντικός για εμένα.
Άλλος τρόπος διαχειρισμού της κακοποίησης είναι να πάρω στην ενήλικη ζωή αυτό που στερήθηκα με την βία. Απαιτώ, υποτάσσω και καταστρέφω για να πάρω το αίμα μου πίσω. Στο “εκεί και τότε” με κατέστρεφαν, με ταπείνωναν και με εγκλώβιζαν αλλά στο “εδώ και τώρα” είμαι εγώ ο κακοποιητής. Το μίσος εδώ βγαίνει ανεξέλεγκτο και η ψυχή δεν χορταίνει να καταστρέφει και να εξουσιάζει. Έτσι κερδίζω τον σεβασμό και την αξιοπρέπεια που με βία μου στέρησαν. Κερδίζω την ασφάλεια σε ένα κόσμο που αποτελείται από θύματα και θύτες. Για τον κόσμο των κακοποιημένων παιδιών και ειδικά αυτών που φέρουν βαριά τραύματα ο κόσμος είναι χωρισμένος στα δύο. Θύτης και Θύμα. Δεν υπάρχει ενδιάμεση κατάσταση και πραγματικότητα. Ο κόσμος τους δεν έχει καμία ασφάλεια και εμπιστοσύνη, αν δεν πάρουν αυτοί τα “όπλα” τότε θα τα πάρουν οι άλλοι και θα τα στρέψουν εναντίον τους.
Η κακοποίηση μπορεί να προκύψει από γονείς ή έναν γονέα πολύ ελεγκτικό. Θεωρεί το παιδί κτήμα του και το ελέγχει-κατευθύνει για να εκπληρώσει τις δικές του ανάγκες και προσδοκίες. Πολλές φορές το παιδί γίνεται άλογο κούρσας για να πετύχει ότι δεν πέτυχε ο γονιός και άλλες φορές κάδος απορριμμάτων των “κακών” χαρακτηριστικών ή πλευρών του γονέα. Μπορεί να υπάρχει συνδυασμός και των δύο. Άλλες φορές το παιδί εγκλωβίζεται σε μία εξαρτητική σχέση με τον γονέα όπου οι προσωπικές του ανάγκες δεν αναγνωρίζονται και δεν ικανοποιούνται παρά μόνο του γονέα. Το παiδί είναι εκεί να συμπληρώνει τα κενά του γονέα και να βοηθάει τον γονέα που δεν μπορεί να σταθεί ψυχικά χωρίς το παιδί. Το παιδί γίνεται κομμάτι της ψυχικής λειτουργίας του γονέα χωρίς να μπορεί να αναπτύξει το δυναμικό του και να επικεντρωθεί στις δικές τους ανάγκες. Αυτός ο εγκλωβισμός καλλιεργεί συναισθήματα θυμού και φθόνου στο παιδί που πολλές φορές τα κρατάει ή να εκτονώνει με ένα απρόσφορο παράπονο που δεν δίνει όμως τέλος στο δυναμικό της σχέσης με τον γονέα. Αυτή η αδυναμία του παιδιού να διεκδικήσει τις επιθυμίες του είναι τόσο βαθιά ριζωμένη που ακόμη και μακριά από γονέα που τον εγκλωβίζει εξακολουθεί να νιώθει αδύναμο και εγκλωβισμένο. Να αμφιβάλλει για το αν μπορεί να σταθεί στα πόδια του και αν τα συναισθήματα θυμού που νιώθει είναι πραγματικά και δίκαια. Η αίσθηση αδυναμίας προέρχεται όχι μόνο από τον υπερβολικό χειρισμό από τον γονέα προς το παιδί αλλά και από την έλλειψη συναισθηματικής τροφής από τον γονέα. Η έλλειψη αυτή εκλαμβάνεται ως ένα κενό, μία αδυναμία και μία απαξίωση του εαυτού. Το άτομο βιώνει τον εαυτού χωρίς εφόδια. Δεν μου είπε ποτέ κάποιος ότι μπορώ, ότι αξίζω παρά μόνο τι πρέπει να κάνω για να έχω την αποδοχή από τους γονείς μου. Το “μπορώ” και το “αξίζω” είναι εφαλτήρια να ξεδιπλώσω το δυναμικό μου για να ανοίξω τα φτερά μου, να γίνω ανεξάρτητος και να μην είμαι εκεί για την μαμά ή τον μπαμπά. Η ανεξαρτησία του παιδιού μπορεί να φαντάζει πολύ επικίνδυνη για τους γονείς που στηρίζονται στα παιδιά τους και αυτά με την συνέχεια να νιώθουν μεγάλη ενοχή για αυτή τόση που να την μπλοκάρουν συνειδητά ή ασυνείδητα. Σε άλλες περιπτώσεις τα παιδιά κόβουν τον ομφάλιο λώρο αλλά δυσκολεύονται να μπουν σε σχέσεις γιατί δεν θέλουν να ξανατραυματιστούν ή και να τραυματίσουν τους άλλους γιατί το φορτίο των ανεκπλήρωτων αναγκών και συναισθημάτων είναι πολύ βαρύ και προτιμούν να το κρατάνε στην σιωπή μέσα τους.
Αν τα συναισθήματα θλίψης, πόνου, απογοήτευσης, θυμού και μίσους εξαιτίας της κακοποίησης των γονέων δεν βρουν διέξοδο, δεν αναγνωριστούν και δεν εκφραστούν η ψυχή δεν μπορεί να ηρεμήσει και θα είναι πάντα σε πόλεμο και καταπίεση. Η ενηλικίωση έρχεται όταν αναγνωρίσουμε την αλήθεια της παιδικής μας ηλικίας, την αντέξουμε, την δεχτούμε και την επεξεργαστούμε με πιο ρεαλιστικό τρόπο χωρίς τις “τακτοποιήσεις” που κάναμε ως μικρά παιδιά γιατί δεν μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς. Κάθε ενήλικας έχει να πενθήσει για ότι έχασε στην παιδική του ηλικία για να μπορέσει να σταματήσει να ζητάει κάτι που δεν θα του δοθεί ποτέ, να δει τους γονείς του με τα ενήλικα μάτια του και να τους δώσει το μερίδιο ευθύνης που τους αναλογεί. Να ξαναγράψει μία ιστορία πραγματική.
