Η αυτορρύθμιση έχει να κάνει με την ικανότητα του ατόμου να ελέγχει και να προσαρμόζει τα συναισθήματα και την συμπεριφορά του ανάλογα με το περιβάλλον και τους στόχους του. Απαραίτητο στάδιο της ανάπτυξης του παιδιού είναι η διαδικασία της απόκτησης της ικανότητας αυτής που σηματοδοτεί την ωρίμανση του. Δίνει τα εχέγγυα των ανώτερων γνωστικών και μη επιτεύξεων του, καθώς και τις βάσεις για την σταθερότητα της προσωπικότητας του, αργότερα και της κοινωνικότητας του.
Βασική συνθήκη για την κατάκτηση της αυτορρύθμισης είναι ο αυτοέλεγχος. Ο αυτοέλεγχος σχετίζεται περισσότερο με την ικανότητα του ατόμου να βάζει φρένο στις παρορμήσεις του και στα εξωτερικά ερεθίσματα ώστε να ολοκληρώσει ένα έργο.
Η αυτορρύθμιση ως ικανότητα χρησιμεύει στο να ελέγξει το σώμα, το συναίσθημα, το μυαλό, να προσαρμόσει την κοινωνική συμπεριφορά και την ενσυναίσθηση ανάλογα τις περιστάσεις (κοινωνικές ή συναισθηματικές).
Σε μικρή ηλικία ο μόνος έλεγχος που ασκείται στο παιδί είναι από το εξωτερικό περιβάλλον (γονείς, αδέρφια, δάσκαλοι κ.λ.π.) με πρακτικές όπως τις απαγορεύσεις, την τιμωρία και ανταμοιβή. Καθώς το παιδί μεγαλώνει αναπτύσσει έναν εσωτερικό έλεγχο συμπεριφοράς παρόμοιο με τον εξωτερικό (ο έλεγχος εσωτερικεύεται). Στην ηλικία 2 ετών το παιδί έχει μικρή έως ελάχιστη ικανότητα αυτορρύθμισης και μπαίνουν οι βάσεις του αυτοελέγχου. Το παιδί της ηλικίας αυτής δέχεται έλεγχο από το περιβάλλον και μαθαίνει την συμμόρφωση όπου μέσω αυτής καταφέρνει να βραβεύεται (ως το καλό παιδί). Αντίθετα όταν δεν συμμορφώνεται οι συνέπειες είναι αποδοκιμασία, αδιαφορία ή τιμωρία. Έτσι το παιδί αντιλαμβάνεται ένα σύστημα ελέγχου με αποδοχή όταν υπάρχει συμμόρφωση και απόρριψη στην αντίθετη περίπτωση. Το σύστημα αυτό ελέγχου με τις προφορικές εντολές εσωτερικεύεται κοντά στα 3 έτη όπου το παιδί αρχίζει να ασκεί έλεγχο στην συμπεριφορά του. Ο λόγος (ιδιωτικός λόγος) του παιδιού προς τον εαυτό του σε αυτήν την ηλικία είναι η μετάβαση για την εσωτερίκευση αυτών των προφορικών εντολών σύμφωνα με τον Vygotsky. Στην ηλικία αυτή τα παιδιά μιλάνε φωναχτά στον εαυτό τους ή στα παιχνίδια. Κάνουν παρατηρήσεις, διορθώσεις και καθοδηγούν τον εαυτό τους.

Η αυστηρότητα του ελέγχου στην συμπεριφορά από τους γονείς, οι μορφές τιμωρίας στην απειθαρχία, οι λόγοι συμμόρφωσης καθώς και ο βαθμός συμμόρφωσης υπόκεινται από την υποκειμενική κρίση του κάθε γονέα και της κουλτούρας της κοινωνίας. Ο πολύ αυστηρός έλεγχος της συμπεριφοράς μπορεί να εγκλωβίσει το άτομο σε κώδικες ηθικής και δέουσας συμπεριφοράς, ενώ στην αντίθετη περίπτωση ο χαλαρός έλεγχος της συμπεριφοράς του μπορεί να αποτελέσει τροχοπέδη στην ένταξη και εναρμόνιση του με το κοινωνικό του περιβάλλον. Ένα άτομο που έχει εσωτερικεύσει έναν αυστηρό έλεγχο των παρορμήσεων του μπορεί να μην έχει καν πρόσβαση στις επιθυμίες του. Να μην ξέρει τι θέλει αλλά να ξέρει τι πρέπει να κάνει. Διαλέγει μία ζωή που δεν ξέρει αν ήταν δική του επιλογή ή των “πρέπει”. Από την άλλη πλευρά ένα άτομο χωρίς “πρέπει” μπορεί να αφήσει αφιλτράριστες παρορμήσεις επιθετικές και σεξουαλικές που βλάπτουν τους συναθρώπους του. Μιλάμε για παραβατικές συμπεριφορές που το άτομο γίνεται επιθετικό χωρίς να σκέφτεται κανένα κόστος στο περιβάλλον και τον εαυτό του. Οι ενοχές είναι αυτό που παίζει ρόλο στις δύο ακραίες περιπτώσεις. Στον αυστηρό έλεγχο το άτομο είναι πολύ ενοχικό, πιστεύει ότι η συμπεριφορά του μπορεί να κοστίσει στους άλλους και να τους χάσει. Στον χαλαρό έλεγχο το άτομο δεν έχει ενοχές ή ελάχιστες δεν τον ενδιαφέρει η επίπτωση των πράξεων του στο περιβάλλον, ούτε και στον εαυτό του. Πολλές φορές ένα αίσθημα παντοδυναμίας εξαλείφει κάθε φόβο τιμωρίας για τις πράξεις του. Στο ενοχικό άτομο υπάρχει το αίσθημα ευαλοτώτητας, ότι δεν μπορεί να αντέξει την τιμωρία και για αυτό προσπαθεί να την αποφεύγει με το να είναι το “καλό παιδί”. Εν τέλει το “καλό παιδί” δεν είναι επιλογή είναι ένας συμβιβασμός μπροστά στην ενδεχόμενη τιμωρία. Συμβιβασμός που μπορεί να κοστίζει στην πραγματική ανάγκη και επιθυμία.